- τάκω
- τάκω [ᾱ], [dialect] Dor. for τήκω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάκω — Α (δωρ. τ.) βλ. τήκω … Dictionary of Greek
τακῶ — τήκω melt aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάκω — τά̱κω , τήκω melt pres subj act 1st sg (doric) τά̱κω , τήκω melt pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek